Θ. Δοξιάδης: Πρέπει να μειώσουμε το οικολογικό αποτύπωμα των κτιρίων μας

Θ. Δοξιάδης: Πρέπει να μειώσουμε το οικολογικό αποτύπωμα των κτιρίων μας

Υπάρχουν διάφορες τάσεις σε αυτό που ονομάζουμε βιοκλιματικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, αναλόγως της τεχνολογίας, των υλικών ή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούνται κάθε φορά. Πώς επηρεάζουν όλες αυτές οι τάσεις τη φιλοσοφία σχεδιασμού σας;

Ο βιοκλιματικός, και γενικά ο οικολογικός σχεδιασμός αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αρχιτεκτονικής μας πρακτικής. Τόσο, λόγω της εκτεταμένης ένταξης στοιχείων του περιβάλλοντος στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη και τους συνεργάτες του στη δεκαετία του ’60, όσο και λόγω της ειδικής μας σχέσης με την οικολογία τοπίου ήδη από το 1995, δεν μπορούμε να δούμε την αρχιτεκτονική δημιουργία παρά μέσα από το πρίσμα της οικολογίας.

Πρακτικά, αυτό μας οδηγεί στον οικολογικό σχεδιασμό του συνόλου κτίριο – περιβάλλων χώρος, που συμπεριλαμβάνει την ένταξη στους υφιστάμενους οικότοπους και την προστασία της βιοποικιλότητας, την προσεκτική επιλογή θέσης και προσανατολισμού, την υπεύθυνη διάθεση και επανάχρηση των υλικών εκσκαφής, τη διαχείριση του νερού, την εξοικονόμηση και παραγωγή ενέργειας σε επίπεδο κελύφους και εσωτερικού, την επιλογή υλικών κατασκευής με γνώμονα και τον οικολογικό τους κύκλο ζωής, την κατά το δυνατόν υπεύθυνη διάθεση των απορριμμάτων, όπως για παράδειγμα μέσω της χρήσης φυτο-απορροφητικών βόθρων.

Σε κάθε περίπτωση προκρίνουμε τις λύσεις που είναι οικολογικά, τεχνικά και οικονομικά λογικές στις συγκεκριμένες συνθήκες. Με άλλα λόγια, προσπαθούμε να μειώνουμε σταδιακά το οικολογικό αποτύπωμα των κτιρίων μας. Πιστεύουμε βαθιά ότι αυτό αποτελεί ηθική ευθύνη και πρακτικό πλεονέκτημα του σωστού σχεδιασμού, και όχι απλώς τάση της εποχής μας.

Τι προσπαθήσατε να πετύχετε στην βραβευμένη πρότασή σας για τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό με τίτλο: “Δ. Αρεοπαγίτου 2008: αντιμετώπιση των πίσω όψεων των διατηρητέων κτηρίων επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου 17 και 19”;

Η αντιμετώπιση των πίσω όψεων που βλέπουν στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης θέτει μια σειρά από ερωτήματα που σχετίζονται με τον αστικό μας πολιτισμό. Επιλέξαμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά κατά το δυνατό στο σύνολό τους και όχι να δούμε το θέμα απλώς ως διαμόρφωση δύο όψεων.

Ο βασικός προβληματισμός είναι πώς συνδέεται το νέο Μουσείο με τον υφιστάμενο ιστό, τόσο το φυσικό όσο και τον αστικό. Παρατηρήσαμε ότι το Μουσείο αποτελεί το ίδιο ένα αξιοθέατο που πρέπει να αγκαλιάσει και να αγκαλιαστεί από τον περίπατο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Παρατηρήσαμε επίσης ότι αποτελεί πλέον μέρος του αθηναϊκού αστικού ιστού, με τα καλά του και τα κακά του, και ότι πρέπει να συνυπάρξει με αυτόν τον ιστό και όχι να τον αντικαταστήσει. Η αντικατάσταση φέρνει στην επιφάνεια συμπλέγματα κατωτερότητας και αμηχανίας, που δεν αποτελούν καλό οδηγό για κανέναν άνθρωπο και καμία πόλη. Παρατηρήσαμε τέλος ότι η Ακρόπολη, οι πολυκατοικίες, η Αθήνα ολόκληρη και το ίδιο το Μουσείο κάθονται πάνω σε ένα συγκλονιστικό υπόβαθρο, που για τους πρώτους Αθηναίους αποτελούσε και προσκύνημα: τον Βράχο της Αθήνας, που ως βασικό στοιχείο του τοπίου της διαμορφώνει και το συνολικό της περιβάλλον. Επιλέξαμε να αναδείξουμε το στοιχείο αυτό του Βράχου, και να του δώσουμε το ρόλο του μορφολογικού συνδετικού ιστού μεταξύ νέου Μουσείου, αρχαίων, πολυκατοικιών, πεζοδρόμου, και της Ακρόπολης αυτής καθ΄ αυτής. Το στοιχείο του βράχου ξεκινά από τη βάση του Μουσείου και αναδύεται μέχρι που γίνεται ένα μεγάλο επίπεδο στη βάση των πίσω όψεων. Το επίπεδο αυτό αποτελεί πλατεία θέασης του Μουσείου, και συνέχεια του περιπάτου της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ο πέτρινος βράχος συνεχίζει να αναρριχάται και καλύπτει την τυφλή όψη της Διονυσίου Αρεοπαγίτου 19, έτσι ώστε όταν το σύνολο φαίνεται από το νέο Μουσείο, ο βράχος στη βάση του, η νέα πλατεία, η τυφλή όψη και ο βράχος της Ακρόπολης ενοποιούνται σε ένα σύνολο. Με τον τρόπο αυτό, το ίδιο το Μουσείο δένεται οπτικά με την Ακρόπολη.

Πόσο εύκολο είναι να υιοθετηθούν τέτοιες προτάσεις από την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος;

Για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι κανόνες. Αλλού επικρατεί μεγάλη αδράνεια, αλλού εκπληκτική ευελιξία. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά προσωποκεντρικά και προχωρούν από τις πρωτοβουλίες ατόμων και όχι πάντα σύμφωνα με συνολικές στρατηγικές. Ή αν τα προωθήσουν τα ΜΜΕ, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν την πρώτη εξουσία. Έχουμε όμως την ελπίδα ότι οι νέες δυσκολίες που περνάμε ομαδικά μπορούν να φέρουν νέα συλλογικότητα και ενέργεια για το μέλλον, που θα ξεπεράσουν τις εκάστοτε αδράνειες. Εμείς σαφώς προς αυτήν την κατεύθυνση πολεμάμε, και γνωρίζουμε πάρα πολλούς δημιουργικούς Έλληνες που κάνουν το ίδιο, με πείσμα και ελπίδα.

(Visited 870 times, 1 visits today)

Advertisement

Γραφτείτε στο newsletter μας: