Ένα ολοκληρωμένο πακέτο φορολογικών κινήτρων είναι μονόδρομος για την αναβάθμιση του κτιριακού τομέα, τη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη του κατασκευαστικού κλάδου.
Το καλοκαίρι που πέρασε, παρουσιάστηκε από το υπουργείο Περιβάλλοντος Ανάπτυξης και Κλιματικής Αλλαγής το πολυαναμενόμενο πρόγραμμα “Εξοικονόμηση Κατ’ Οίκον” για την αναβάθμιση παλαιών ενεργοβόρων κτηρίων. Το πρόγραμμα, το οποίο τελικά αξιοποιεί 400 εκ. ευρώ από τα ταμεία του ΕΣΠΑ για επιδοτήσεις και άτοκα ή χαμηλότοκα δάνεια προς τους πολίτες, εκλαμβάνεται περίπου ως η ‘ναυαρχίδα’ των πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας της κυβέρνησης για την επίτευξη των κοινοτικών στόχων της χώρας μας. Ωστόσο, το περιορισμένο εύρος εφαρμογής του προγράμματος, σε συνδυασμό με τα ανεπαρκή ισχύοντα φορολογικά κίνητρα, σκιαγραφούν ένα ζοφερό τοπίο για τις προοπτικές ενεργειακής αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος της χώρας. Η κυβέρνηση προκειμένου να υλοποιήσει τις εξαγγελίες της, θα πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της παρέχει η Κοινοτική Οδηγία 2006/32 για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα και να δημιουργήσει ένα ριζοσπαστικό και ολοκληρωμένο πλέγμα φορολογικών κινήτρων για την αναβάθμιση του κτιριακού τομέα. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της χώρας μας, ως το 2016 η Ελλάδα θα πρέπει να έχει μειώσει κατά 9% την ενεργειακή κατανάλωση σε σύγκριση με τις προβλέψεις για το ίδιο έτος, ένα εγχείρημα εφικτό δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει τεράστια περιθώρια εξοικονόμησης ενέργειας ως παραδοσιακά ιδιαίτερα σπάταλη ενεργειακά χώρα. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τα ελληνικά κτίρια συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο ενεργοβόρα στην Ευρώπη. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε γραφική παράσταση 1), ένα ελληνικό νοικοκυριό καταναλώνει μέχρι και 3,5 φορές περισσότερη ενέργεια για θέρμανση ανά τετραγωνικό μέτρο σε παρόμοιες συνθήκες κλίματος σε σύγκριση με ένα νοικοκυριό στη Φινλανδία1. Επίσης είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κτιριακού αποθέματος, το οποίο είναι κτισμένο πριν το 1980, δε διαθέτει καν θερμομόνωση. Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες πληρώνουμε ένα αδικαιολόγητα μεγάλο μέρος του εισοδήματος μας για ψύξη και θέρμανση, ενώ η οικονομία μας επιβαρύνεται ετησίως με ενεργειακές εισαγωγές δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα επιδόματα θέρμανσης προφανώς ούτε μπορούν ούτε πρέπει να εξετάζονται ως λύσεις, όχι μόνο εξαιτίας της δημοσιονομικής ανεπάρκειας, αλλά και λόγω του αποσπασματικού και παροδικού χαρακτήρα τους.
Εξοικονόμηση στο σπίτι για… λίγους
Η όποια δυσκολία στην επίτευξη του κοινοτικού στόχου έως το 2016 (9%), έγκειται στο γεγονός ότι απαιτούνται τεράστιες αλλαγές σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων και στρατηγικής, επιλογές δηλαδή που να διαφοροποιούνται ριζικά από τις παραδοσιακές επικρατούσες αντιλήψεις περί οικονομικής ανάπτυξης. Το πρόγραμμα Εξοικονόμηση Κατ’ Οίκον, παρά τα όποια προσδοκώμενα οφέλη -ιδιαίτερα για τα πιο φτωχά νοικοκυριά- δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, αφού σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην παρωχημένη λογική των άμεσων επιδοτήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους βασίζονται σε ένα περιορισμένο κρατικό -δηλαδή ευρωπαϊκό- κονδύλι. Οι περιορισμοί του προγράμματος είναι προφανείς, τόσο στο εύρος εφαρμογής του (δικαιούχοι), όσο και στη διάρκεια (λίγα χρόνια) και συνεπώς είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο το “Εξοικονόμηση Κατ’ Οίκον” μπορεί να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος στην εθνική προσπάθεια για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την εξοικονόμηση ενέργειας στον ελληνικό κτιριακό τομέα. Ένα μικρό παράδειγμα: η σωστή και άμεση εφαρμογή του προγράμματος (χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις στις διαδικασίες, στην απορρόφηση των κονδυλίων, κ.α.) στοχεύει στην αναβάθμιση 100.000 κατοικιών μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Στην καλύτερη περίπτωση δηλαδή, θα παραμείνουν εκτός προγράμματος 3.500.000 κατοικίες σε όλη την επικράτεια χωρίς θερμομόνωση (είναι χτισμένες πριν το 1980) και οι οποίες χρήζουν άμεσα ενεργειακής αναβάθμισης! Το πρόγραμμα ευελπιστεί να κινητοποιήσει κονδύλια ύψους 1 δισ. ευρώ (ΕΣΠΑ και ιδιωτικός τομέας) μέσα στα επόμενα δύο χρόνια για την αναβάθμιση των 100.000 κατοικιών, ενώ μέσω ανακυκλούμενων δημόσιων κεφαλαίων (από την αποπληρωμή των δανείων) εκτιμάται ότι θα κινητοποιούνται περαιτέρω 500-600 εκ. ευρώ ανά τριετία. Συγκριτικά να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με πανεπιστημιακή μελέτη για λογαριασμό του (πρώην) υπουργείου Ανάπτυξης, απαιτούνται περίπου 20-25 δισ. ευρώ (δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια) για την ενεργειακή αναβάθμιση περίπου 1.000.000 κτιρίων ως το 2020, δηλαδή δεκαπλάσιο ποσό από αυτό που προβλέπει για το ίδιο διάστημα το ΥΠΕΚΑ μέσω του Εξοικονόμηση Κατ’ Οίκον!2 Είναι προφανές, λοιπόν, ότι εφόσον θέλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας την εξοικονόμηση ενέργειας θα πρέπει να στραφούμε σε διαφορετικές λύσεις που να αντιμετωπίζουν συνολικά το πρόβλημα. Σε λύσεις που αφενός απευθύνονται σε όλους τους Έλληνες πολίτες, αφετέρου δεν εξαρτώνται από τον κρατικό -δηλαδή τον ευρωπαϊκό- προϋπολογισμό, ενώ αναδεικνύουν όλα τα οφέλη της λεγόμενης πράσινης ανάπτυξης, δηλαδή προστασία του περιβάλλοντος, βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.