Θετικός είναι ο απολογισμός του “Εθνικού Συνεδρίου για την Αρχιτεκτονική, Ενέργεια και Περιβάλλον στα Κτίρια και τις Πόλεις”. Ο κ. Άγις Μ. Παπαδόπουλος, καθηγητής στην Πολυτεχνική Σχολή του Α.Π.Θ., και εκ των επιστημονικών υπευθύνων του συνεδρίου. Σημειώνει ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης κατά 25% της ενεργειακής συμπεριφοράς των κτιρίων μας.
Ποιο στόχο είχατε θέσει για το “Εθνικό Συνέδριο Αρχιτεκτονικής, Ενέργειας και Περιβάλλοντος στα Κτίρια και τις Πόλεις” και τι απολογισμό κάνετε για τις εργασίες του συνεδρίου;
O στόχος ήταν τριπλός. Πρώτο, να υπάρξουν συμμετοχές υψηλού επιπέδου, δεύτερο, να παρακολουθήσουν τις εργασίες μηχανικοί, επιστήμονες, κατασκευαστές και στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και τρίτο, το κοινό να μετέχει ενεργά στις συζητήσεις του διημέρου. Πιστεύω ότι μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι. Υπήρξαν ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, το κοινό ήταν πολυσυλλεκτικό και οι συζητήσεις που έγιναν, τόσο με αφορμή τις εισηγήσεις, όσο και τις τρεις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες στρογγυλές τράπεζες, ήταν πολύ ζωντανές και με δυνατή σύνθεση αποτελεσμάτων. Τέλος, παρά τις δυσκολίες της περιόδου, οργανωτικά το συνέδριο κύλησε ομαλά και με συνέπεια.
Μέσα σε μια περίοδο έντονης οικονομικής ύφεσης, ειδικά στο χώρο των κατασκευών, υπήρξε η προσδοκώμενη ανταπόκριση από τον επιστημονικό, τεχνικό και επιχειρηματικό κόσμο για το συνέδριο;
Πιστεύω πως ναι. Μετείχαν περισσότεροι από 270 μηχανικοί, μελετητές από τον χώρο του ελεύθερου επαγγέλματος, κατασκευαστές, παραγωγοί δομικών υλικών και ηλεκτρομηχανολογικών συστημάτων, αλλά και τράπεζες, κλαδικοί φορείς από το χώρο των κατασκευαστών και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και βεβαίως επιστήμονες από πανεπιστήμια κι ερευνητικά κέντρα από τη Θράκη ως την Κρήτη. Νομίζω ότι, χάρις και στην προβολή από τα μέσα ενημέρωσης γενικότερα και τον τεχνικό τύπο ειδικότερα, η ανταπόκριση ήταν πολύ ικανοποιητική. Κι ακόμη, έχει σημασία ότι μετείχαν πολλοί νέοι συνάδελφοι, παρουσιάζοντας τις δουλειές τους, μερικές εκ των οποίων είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γεγονός σαφώς ελπιδοφόρο.
Για ποιους λόγους τα κτίρια στην Ελλάδα, δημόσια και ιδιωτικά, αντιμετωπίζουν σε τόση μεγάλη έκταση προβλήματα ενεργειακής απόδοσης;
Η κακή εικόνα των ελληνικών κτιρίων σε ό,τι αφορά την ενεργειακή τους απόδοση είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Είχαμε καταρχήν μία ανεπαρκή και ξεπερασμένη νομοθεσία για την ενεργειακή συμπεριφορά των κτιρίων. Αυτό οδήγησε στην απαξίωση του ενεργειακού σχεδιασμού στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού, αλλά δυστυχώς και αρκετών μηχανικών, οι οποίοι έμειναν στο τεχνολογικό επίπεδο παρελθουσών δεκαετιών. Είχαμε, και σε σημαντικό βαθμό έχουμε ακόμη, μία άναρχη αγορά δομικών υλικών και συστημάτων, με πλημμελείς ελέγχους συμμόρφωσης προς τα ισχύοντα πρότυπα ελάχιστων απαιτήσεων ποιότητας.
Έχουμε μείζονα προβλήματα στην κατάρτιση και πιστοποίηση του τεχνικού δυναμικού μας, με αποτέλεσμα ο χώρος της κατασκευής να ταλαιπωρείται ως προ τη διασφάλιση ποιότητας των έργων. Ειδικά δε στα δημόσια κτίρια συνέτρεξαν κι άλλοι παράγοντες, όπως η λογική των μειοδοτικών διαγωνισμών, η μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση των έργων, με αποτέλεσμα συχνά να κατασκευάζονται κτίρια στη βάση ξεπερασμένων προδιαγραφών μελετών κ.ά.. Τέλος, έχοντας επί δεκαετίες χαμηλό κόστος ενέργειας, η μεγάλη πλειοψηφία όλων μας δεν έδινε σημασία στα ενεργειακά χαρακτηριστικά των κτιρίων – και δυστυχώς αυτό είναι ένα σφάλμα που μας συνοδεύει μετά για δεκαετίες.
Τι περιθώριο βελτίωσης της ενεργειακής τους συμπεριφοράς έχουν τα ελληνικά κτίρια και τι δυσκολίες συναντώνται στην προσπάθεια αυτή;
Περιθώρια υπάρχουν και είναι σημαντικά, ακριβώς επειδή τα κτίρια μας έχουν πολύ κακή ενεργειακή συμπεριφορά. Μελέτες που έχουμε κάνει με συναδέλφους από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πολυτεχνείο Κρήτης δείχνουν ότι σε εθνικό επίπεδο το περιθώριο υπερβαίνει το 25%, ενώ από μελέτες που έχουμε κάνει στο εργαστήριό μας προκύπτει ότι για συγκεκριμένες κατηγορίες κτιρίων το ποσοστό βελτίωσης υπερβαίνει το 50%. Βεβαίως υπάρχουν και δυσκολίες, οι οποίες είναι σε μικρότερο βαθμό τεχνικές. Κυρίως είναι τα προβλήματα που απορρέουν από το καθεστώς συνιδιοκτησίας στις πολυκατοικίες και καθιστούν δύσκολη τη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων. Και προφανώς δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την οικονομική συγκυρία, που καθιστά δύσκολη την υλοποίηση παρεμβάσεων υψηλού κόστους, παρ’ ό,τι αυτές αποσβένονται σχετικά γρήγορα. Από την άλλη, καθώς το κόστος της ενέργειας, για λόγους διεθνών εξελίξεων αλλά κυρίως μνημονίου, θα συνεχίσει να αυξάνεται, δεν επιτρέπεται να παραμείνουμε αδρανείς.
Η θέσπιση του ΚΕΝΑΚ, με τις συγκεκριμένες αλλαγές που έφερε στο πώς κτίζεται ή ανακαινίζεται ένα κτίριο στην Ελλάδα, κατά πόσο έχει συμβάλλει στον περιορισμό της ενεργειακής σπατάλης από τον κτιριακό τομέα;
Ακόμη είναι πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να ποσοτικοποιήσουμε τα αποτελέσματα. Όταν πρέπει να αλλάξεις κατασκευαστικές πρακτικές και νοοτροπίες δεκαετιών, χρειάζεται χρόνος, ειδικά μάλιστα σε μία εποχή δραματικής μείωσης της οικοδομικής δραστηριότητας. Αλλά είναι σαφές, ότι οι αυστηρότερες απαιτήσεις θερμομόνωσης, η “πριμοδότηση” των ηλιακών συστημάτων και των αυτοματισμών στο σύστημα θέρμανσης, η ανάγκη προσδιορισμού της απόδοσης του κτιρίου ως τέτοιου, αλλά και η ευρύτερη συζήτηση γύρω από το ζήτημα της ενεργειακής απόδοσης έχουν αρχίσει να επιδρούν θετικά στον κλάδο των κατασκευών.
Στοχευμένα προγράμματα, όπως το “Χτίζοντας το μέλλον” ή το “Εξοικονόμηση κατ’ οίκον”, τι ανταπόκριση έχουν βρει από τους χρήστες / ιδιοκτήτες των κτιρίων αλλά και από τον κατασκευαστικό κλάδο;
Το “Εξοικονόμηση κατ’ οίκον” προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ευρύτερο κοινό αλλά και στους κατασκευαστές που άλλωστε το περίμεναν για αρκετό καιρό. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν δυσκολίες στην αρχική του φάση, αλλά πιστεύω ότι τώρα υπάρχει πλέον ικανοποιητική κινητικότητα. Το “Χτίζοντας το μέλλον” αναμένεται κι αυτό με πολύ ενδιαφέρον, καθώς καλύπτει ένα πολύ ευρύ φάσμα απαιτήσεων, εφαρμογών και ενδιαφερομένων ιδιοκτητών κτιρίων, οπότε πιστεύω ότι θα υπάρξει και εκεί σημαντική ανταπόκριση.
Στο χώρο των πανεπιστημίων και της έρευνας υπάρχει κινητικότητα που θα μπορούσε να μας δώσει ελπίδες ότι η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων μπορεί να αποτελέσει μοχλό όχι μόνο για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσής τους, αλλά και για την ανάπτυξη των κλάδων των κατασκευών και των δομικών υλικών;
Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα αρνητική, με τις αλλεπάλληλες περικοπές της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων από την Πολιτεία και την δυσπραγία της βιομηχανίας. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν αρκετές ερευνητικές μονάδες στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, που υλοποιούν ερευνητικά έργα στην αιχμή της τεχνολογίας, με αποτελέσματα που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο σχεδιασμό και την κατασκευών ενεργειακά αποδοτικών κτιρίων, όσο και στην έρευνα, εξέλιξη και δοκιμή δομικών υλικών και συστημάτων με καινοτομικά χαρακτηριστικά και υψηλές επιδόσεις. Άλλωστε, στο συνέδριο παρουσιάστηκαν μερικά από αυτά, τα οποία ήδη έχουν βρει το δρόμο τους στην ελληνική και στην ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά.
Πιστεύω ότι η έρευνα, ειδικά η εφαρμοσμένη, είναι ένα από τα λίγα όπλα που μας έχουν μείνει στον ανηλεή ανταγωνισμό, επιστημονικό και οικονομικό, και πρέπει πάση θυσία να συνεχίσουμε, πανεπιστήμιο, Πολιτεία και ιδιωτικός τομέας, να δουλεύουμε από κοινού και στοχευμένα στην κατεύθυνση αυτή.
Πόσο αναγνωρίζεται από την Πολιτεία η επιστημονική γνώση και η συνεισφορά του επιστημονικού δυναμικού της χώρας στην προσπάθεια για κτίρια, λιγότερο ενεργοβόρα και περισσότερο βιώσιμα;
Πιστεύω ότι ο ρόλος των πανεπιστημίων και του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας στην προσπάθεια βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού τομέα αναγνωρίζεται από την Πολιτεία, τουλάχιστον σε επίπεδο λόγων. Φοβάμαι, όμως, ότι τα καλά λόγια δε συνοδεύονται συχνά από αντίστοιχες πράξεις, όπως έχει φανεί τόσο από την αντιμετώπιση του κλάδου των μηχανικών από την Πολιτεία, όσο και από την όλο και μικρότερη στήριξη των πανεπιστημίων. Κι είναι κρίμα, επειδή το επιστημονικό και τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας αποτελεί ίσως το πολύτιμο κεφάλαιό της κοινωνίας μας, η οποία επί δεκαετίες επένδυσε σε αυτό.