Στις νέες προκλήσεις από την εφαρμογή της αναθεωρημένη κοινοτικής οδηγίας για την ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων (EPBD) αναφέρεται η κ. Michaela Holl που ανήκει στην ομάδα εργασίας της EPBD. Στο παρελθόν υπήρξε υπεύθυνη του Γενικού Διευθυντήριου για την Ενέργεια της ΕΕ, ενώ έχει εργαστεί ως ερευνήτρια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με εξειδίκευση στα θέματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής. Η συνέντευξη δόθηκε στο δημοσιογράφο της εφημερίδας REHVA Journal κ. Olli Seppanen.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που θα συναντήσουμε από την εφαρμογή της αναθεωρημένης ευρωπαϊκής οδηγίας για την ενεργειακή επιθεώρηση των κτιρίων (EPBD); Ποια είναι τα πιο δύσκολα σημεία της;
Η βασική πρόκληση κυρίως είναι η πολιτική βούληση να εφαρμοστεί πραγματικά η οδηγία EPBD έτσι ώστε να μπορεί να επιτελέσει το ρόλο για τον οποίο συντάχθηκε και να συμβάλει στο να αλλάξει η αγορά. Η εφαρμογή της αναθεωρημένης οδηγίας προσφέρει στα κράτη – μέλη της ΕΕ μια μοναδική ευκαιρία για να πράξουν κάτι τέτοιο, καθώς πολλές από τις διατάξεις της βασίζονται στην αξιολόγηση της εμπειρίας που υπήρξε από την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας EPBD, το 2001, όπως π.χ. το βελτιωμένο ανεξάρτητο σύστημα ελέγχου που είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι τόσο οι επιθεωρήσεις όσο και το πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης είναι πραγματικά αποτελεσματικά.
Ωστόσο, αυτή τη φορά, η εφαρμογή θα πρέπει να οριστικοποιηθεί σε πολύ λιγότερο χρόνο – σε μόλις δύο χρόνια σε σύγκριση με την προηγούμενη οδηγία, όταν τα κράτη – μέλη είχαν έως και πέντε χρόνια στη διάθεσή τους για την υλοποίηση ορισμένων διατάξεων. Φυσικά, όλα τα κράτη – μέλη έχουν αποκτήσει σημαντική εμπειρία τα τελευταία χρόνια. Άλλα κρίσιμα θέματα; Ο κρίσιμος ρόλος της διαθέσιμης χρηματοδότησης για μέτρα που θα συμβάλουν στην ενεργειακή εξοικονόμηση αναγνωρίζεται με μεγάλη σαφήνεια στην αναθεωρημένη EPBD. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι η τρέχουσα οικονομική κατάσταση σχεδόν σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ δεν επιτρέπει νέα ενισχυτικά προγράμματα κι αυτό με τη σειρά του πιθανώς να οδηγήσει σε μειωμένη χρηματοδότηση κάποιων περιοχών. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η κατάσταση αποτελεί μια πραγματική πρόκληση για τα κράτη – μέλη στα χρόνια που έπονται.
Είστε σε θέση να μας πείτε ποιες χώρες έχουν εφαρμόσει στο σύνολό τους τις διατάξεις της ευρωπαϊκής ντιρεκτίβας 2001/91/EC;
Παρά το γεγονός ότι τα κράτη – μέλη ξεκίνησαν από διαφορετικά επίπεδα (μερικά από αυτά ήδη είχαν θεσπίσει κάποιες ελάχιστες απαιτήσεις γύρω από τη κατανάλωση ενέργειας, και κάποια άλλα, όχι), το κύριο δεν είναι ποιες χώρες έχουν προϊστορία τέτοιων περιορισμών στους οικοδομικούς κανονισμούς τους. Η υλοποίηση της αναθεωρημένης ευρωπαϊκής οδηγίας έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στη Δανία, τη βελγική Φλαμανδία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σουηδία και τη Μεγάλη Βρετανία. Επίσης, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν εφαρμόσει πολύ καλά σε γενικές γραμμές την οδηγία, αν και για αυτές τις χώρες γνωρίζουμε ότι υπάρχουν μερικά μικρά προβλήματα γύρω από τα πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης, ενώ το υπόλοιπο των υποχρεώσεών τους φαίνεται να εκπληρώνεται σε ικανοποιητικό επίπεδο. Οι περισσότερες άλλες χώρες έχουν κάνει σημαντική πρόοδο με ορισμένες διατάξεις της Οδηγίας, αλλά όχι με όλες. Λίγες είναι οι χώρες που δυστυχώς έχουν κάνει ελάχιστη ή καμία πρόοδο.
Έχετε οποιαδήποτε στοιχεία διαθέσιμα σε σχέση με το πώς η οδηγία EPBD του 2002 έχει επηρεάσει τις εκπομπές και την ενεργειακή κατανάλωση των κτιρίων;
Είναι ακόμα νωρίς και πολύ δύσκολο να ποσοτικοποιήσουμε τον πραγματικό αντίκτυπο της EPBD που βρίσκεται σε εξέλιξη για το σύνολο της ΕΕ, επειδή τα κύρια στοιχεία της οδηγίας αυτής εφαρμόστηκαν μόλις πρόσφατα σε πολλά κράτη – μέλη (π.χ. τα πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης).
Ξέρουμε ότι η οδηγία EPBD ανέδειξε το θέμα της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων στις ατζέντες των πολιτικών και των κυβερνήσεων, οδήγησε στη βελτίωση των Οικοδομικών Κανονισμών, ενώ προσέλκυσε και το ενδιαφέρον των πολιτών της ΕΕ. Αν και μερικές χώρες επωφελήθηκαν μάλλον στη διαμόρφωση των εθνικών κανονισμών τους πριν από την υιοθέτηση του EPBD, η πλειοψηφία των κρατών μελών δεν διέθετε κάποιον κανονισμό για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Μετά την υιοθέτηση του EPBD, το 2002, όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ έχουν προχωρήσει σε τουλάχιστον μία αναθεώρηση του Οικοδομικού Κανονισμού τους. Σύμφωνα με υπολογισμούς [SEC(2006) 1174] που έχουν γίνει σχετικά με την επίδραση EPBD, εάν εφαρμοζόταν σε όλη της την έκταση και με τον σωστό τρόπο, η εξοικονόμηση ενέργειας θα μπορούσε να φτάσει τα 130 Mtoe1 ή να μειωθεί κατά 6,6% στην πρωταρχική ενέργεια επί του συνόλου της ΕΕ έως το 2020. Επομένως, η τρέχουσα οδηγία EPBD συμβάλλει ήδη αρκετά στους στόχους της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Οι εκτιμήσεις για τη νέα οδηγία EPBD κάνουν λόγο για πρόσθετη εξοικονόμηση 5,9-7,6% στην αρχική ζήτηση ενέργειας και 2,6-3,4% επιπρόσθετη μείωση όσον αφορά τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου2.
Τι ορίζεται ακριβώς για τα κτίρια με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας; Θα έπρεπε να εστιάσουμε στο μεμονωμένο κτίριο ή θα ήταν καλύτερα σε μια ομάδα κτιρίων;
Ο ορισμός που δίνεται στη νέα οδηγία EPBD αναφέρει ότι ένα κτίριο με σχεδόν μηδενική κατανάλωση είναι αυτό που χαρακτηρίζεται από μια πολύ υψηλή ενεργειακή αποδοτικότητα, ενώ η υπόλοιπη ενέργεια που απαιτεί θα πρέπει να καλύπτεται κατά ένα σημαντικό βαθμό από ανανεώσιμες πηγές ενέργειες που θα είναι ενσωματωμένες στο κτίριο. Δεδομένου ότι δεν θεσπίζονται ελάχιστες ή μέγιστες εναρμονισμένες προϋποθέσεις, καθήκον των κρατών – μελών θα είναι να θέσουν αυτά τους όρους που θα διέπουν αυτή την “υψηλή ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων”. Η οδηγία επιπλέον απαιτεί ότι όταν κατασκευάζεται ένα νέο κτίριο θα πρέπει να εγκαθίστανται διάφορα εναλλακτικά συστήματα, όπως η τμηματική θέρμανση / ψύξη και η αποκεντρωμένη ενεργειακή κάλυψη (συμπεριλαμβανομένης των ανανεώσιμων ενεργειών). Αυτό έγινε ακριβώς για να κοιτάξουμε πιο πέρα από ένα μεμονωμένο κτίριο και να εξετάσουμε εάν διάφορες τοπικές λύσεις μπορούν να υλοποιηθούν.
Υπάρχει κάποιο κράτος – μέλος που να έχει δρομολογήσει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του στόχου για κτίρια με μηδενική κατανάλωση;
Πράγματι διάφορες χώρες έχουν ήδη εκπονήσει τα σχέδιά τους σε σχέση με το πώς τα νέα κτίρια θα μειώσουν σημαντικά την κατανάλωση ενέργειας. Η Γαλλία ορίζει παραδείγματος χάριν ότι από το 2015 όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις χαμηλές ενεργειακές απαιτήσεις, όπως καθορίζονται στο πρότυπο Effinergie και ότι έως το 2020, όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να είναι θετικά από ενεργειακής άποψης! Στη Γερμανία, από το 2020, τα νέα κτίρια δεν θα πρέπει να καταναλώνουν ενέργεια που προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Στη Δανία, μέχρι το 2020, όλα τα νέα κτίρια θα πρέπει να καταναλώνουν 75% λιγότερη ενέργεια σε σχέση, ενώ υποχρεούνται σε βαθμιαίες βελτιώσεις κατά τη διάρκεια των επόμενων 10 ετών. Στη Μεγάλη Βρετανία, τα σπίτια πρέπει να είναι μηδενικής εκπομπής αερίων των θερμοκηπίου μέχρι το 2016, με ένα ενδιάμεσο έτος ορόσημο το 2013.
Κάθε κράτος – μέλος καθορίζει τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με διαφορετικό τρόπο. Αυτό μήπως οδηγήσει στη σύγχυση σχετικά με το χρονικό όριο το οποίο θα τεθεί για την κατασκευή των κτιρίων μηδενικής κατανάλωσης; Θα μπορούσε η Επιτροπή να βοηθήσει στον καθορισμό του απαιτούμενου ποσοστού της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές καθώς και το ποιες είναι οι ενεργειακές πηγές είναι ανανεώσιμες;
Δεν πιστεύω ότι θα ήταν σώφρον να μετατρέψουμε την EPBD σε μια “δεύτερη οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας”, όταν πραγματικά ήδη έχουμε μια Ευρωπαϊκή Οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (2009/28/EC). Για τις ανάγκες εφαρμογής της EPBD θα αποδεχτούμε όλους τους ορισμούς για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που συμμορφώνονται με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τις ΑΠΕ.
Η ενέργεια χρησιμοποιείται στα κτίρια προκειμένου να επιτυγχάνουμε ένα καλό, υγιές και άνετο εσωτερικό περιβάλλον για τους ενοίκους του. Αυτό το ζήτημα δεν εξετάζεται καθόλου στην οδηγία. Πώς μπορεί η Κομισιόν να είναι βέβαιη ότι το εσωτερικό περιβάλλον των κτιρίων δεν θα επιδεινωθεί ως απόρροια των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας;
Φυσικά, η κατανάλωση ενέργειας από τα κτίρια εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το απαιτούμενο / ή επιθυμητό εσωτερικό περιβάλλον, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει την υγεία, την παραγωγικότητα και την άνεση των ενοίκων του κτιρίου / διαμερίσματος. Τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε υποβάθμιση τις συνθήκες άνεσης και την υγεία των ενοίκων. Είναι πολλά τα παραδείγματα κτιρίων που δείχνουν ότι το εσωτερικό περιβάλλον μπορεί να βελτιωθεί με την παράλληλη λήψη μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας. Όσο αλήθεια είναι ότι η EPBD εστιάζει κυρίως στη χρήση της ενέργειας στον κτιριακό τομέα, άλλο τόσο αλήθεια είναι και ότι η υψηλή ενεργειακή αποδοτικότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί σε ένα υποβαθμισμένο εσωτερικό περιβάλλον με κακή ποιότητα αέρα. Τα παθήματα του παρελθόντος (σύνδρομο άρρωστου κτιρίου) έχουν γίνει μαθήματα στο σήμερα. Η νέα Οδηγία αναφέρεται στο εσωτερικό κλίμα και σε άλλα σχετικά κριτήρια, όπως είναι ο φυσικός και ο μηχανικός αερισμός στο παράρτημα του υπολογισμού της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων. Πραγματικά, ένα επίπεδο ενεργειακής αποδοτικότητας, το οποίο δε λαμβάνει υπόψη του το εσωτερικό περιβάλλον, δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα. Τα κράτη – μέλη μπορούν επίσης να λάβουν υπόψη τους και το πρότυπο ΕΝ 15251 που αναφέρεται σε θέματα εσωτερικού περιβάλλοντος των κτιρίων. Η Κομισιόν θα διασφαλίσει περαιτέρω ότι όλες οι παράμετροι που αφορούν τα θέματα ποιότητας θα συμπεριλαμβάνονται στη μεθοδολογία προσδιορισμού της βέλτιστης από άποψη κόστους ενεργειακής αποδοτικότητας, έτσι ώστε το κόστος να μην λειτουργεί σε βάρος της ποιότητας, συμπεριλαμβανομένου και του ποιοτικού εσωτερικού περιβάλλοντος στα κτίρια.
Η αναθεωρημένη EPBD απαιτεί από τα κράτη – μέλη να θέσουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις όσον αφορά το οικονομικά βέλτιστο επίπεδο. Έχει προσδιοριστεί η μέθοδος βάσει της οποίας θα υπολογίζεται αυτό το οικονομικά βέλτιστο επίπεδο;
Όχι ακόμα. Η Επιτροπή θα πρέπει μέχρι τον Ιούνιο του 2011 να παρουσιάσει ένα συγκριτικό πλαίσιο μεθοδολογίας για τον υπολογισμό του επίπεδου βέλτιστου κόστους. Η πρόταση της Κομισιόν θα πρέπει επίσης να γίνει αποδεκτή και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθώς και τα δύο αυτά όργανα έχουν το δικαίωμα να αντικρούσουν την όποια πρόταση, μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Εάν κάτι τέτοιο δεν γίνει, στη συνέχεια η μεθοδολογία αυτή μπορεί να τεθεί σε ισχύ και τα κράτη – μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν το πλαίσιο κατευθύνσεων ως βάση για την ανάδειξη της δικής τους μεθοδολογίας βάσει της οποίας θα θεσπίσουν το δικό τους τρόπο υπολογισμού των ελάχιστων απαιτήσεων για την ενεργειακή απόδοση.
Τι ακριβώς προβλέπεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα, το οποίο ζητείται από τα κράτη – μέλη; Η Κομισιόν έχει κάποιο τέτοιο δικό της σχέδιο δράσης;
Τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να υποβάλουν κάθε τρία χρόνια ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα (Νational Energy Efficiency Action Plan – NEΕAP). Αυτά τα εθνικά σχέδια εστιάζουν από όλες τις απόψεις στην ενεργειακή αποδοτικότητα, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής παραμέτρου, του ρόλου του δημόσιου τομέα και βέβαια των κτιρίων. Τα Εθνικά Σχέδια Δράσης (NEEAP) ουσιαστικά δείχνουν πώς τα κράτη – μέλη σκοπεύουν να επιτύχουν το στόχο για εξοικονόμηση ενέργειας κατά 9% έως το 2016. Τα επόμενα εθνικά σχέδια για την ενεργειακή αποδοτικότητα τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να τα υποβάλουν στην Κομισιόν το επόμενο έτος.
Με το Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα (ΕΕΑΡ) του 2006, η Ευρωπαϊκή Ένωση επικύρωσε για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό ντοκουμέντο στο ενεργειακό πεδίο. Για την ακρίβεια, αυτό το Σχέδιο Δράσης αποτέλεσε προαναγγελία των προθέσεων της Κομισιόν να αναθεωρήσει την οδηγία 2001/91/EC EPBD, διευρύνοντας τους σκοπούς της και περιλαμβάνοντας τα πολύ χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης νέα κτίρια. Η Κομισιόν αναμένεται να παρουσιάσει το διάδοχο ντοκουμέντο του Σχέδιου Δράσης για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα (ΕΕΑΡ) τους πρώτους μήνες του 2011.
Ζήτημα κλειδί στη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων αποτελεί η ανακαίνιση του κτιριακού αποθέματος στην Ευρώπη. Υπολογίζεται ότι έχουμε περίπου 200 εκατομμύρια κτίρια. Τι είδους κίνητρα θα πρέπει να προσφερθούν προκειμένου να δοθεί μια ώθηση στον τομέα των κτιριακών ανακαινίσεων;
Τρία ζητήματα θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη μεταμόρφωση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος, τα οποία ερμηνεύουν το μεγάλο μέγεθος της ενεργειακής κατανάλωσης και των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Πρώτο, η διαθεσιμότητα της χρηματοδότησης – δεδομένου ότι η πρόσθετη επένδυση που απαιτείται για τις βελτιώσεις της ενεργειακής αποδοτικότητας, ακόμα κι αν επιβαρύνει βραχυπρόθεσμα από οικονομικής άποψης, μπορεί να αποσβεστεί σύντομα και μεσοπρόθεσμα να αποδειχτεί οικονομική επένδυση, ειδικά για ιδιοκτήτες σπιτιών. Γι’ αυτό, η αναθεωρημένη οδηγία αφιερώνει ένα εξ ολοκλήρου νέο άρθρο σχετικά με το ζήτημα των οικονομικών κινήτρων, ζητώντας από τα κράτη – μέλη να παράσχουν τα κατάλληλα οικονομικά εργαλεία προσαρμοσμένα στο εθνικό πλαίσιό τους. Δεύτερο, η ενημέρωση και η κατάλληλη πληροφόρηση για τις δυνατότητες της ενεργειακής αποδοτικότητας, την αποτελεσματικότητα όσον αφορά το οικονομικό όφελος που αποφέρουν και οι υπάρχοντες μηχανισμοί υποστήριξής του. Υπάρχει ακόμα μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι στον κτιριακό τομέα (ενοικιαστές, ιδιοκτήτες, αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί, κατασκευαστές και επενδυτές) έχουν έλλειψη επαρκών γνώσεων και πληροφόρησης γύρω από τις δυνατότητες απόσβεσης των επενδύσεων σε εφαρμογές και υλικά που συμβάλλουν στην ενεργειακή εξοικονόμηση. Αυτό οδηγεί σε πολλές χαμένες ευκαιρίες – και όλοι ξέρουμε ότι οι ανακαινίσεις και οι αντικαταστάσεις π.χ. των κτιριακών συστημάτων, πραγματοποιούνται μόνο μία φορά. Τρίτο, η ύπαρξη εξειδικευμένου και καταρτισμένου προσωπικού στον τομέα των κτιριακών κατασκευών. Σε μερικές αγορές, η διαθεσιμότητα εξειδικευμένου προσωπικού (π.χ. πάνω στο πώς μπορεί να κτιστεί ένα κτίριο με σχεδόν μηδενική ενεργειακή κατανάλωση) είναι πολύ μικρή κι αυτό αποτελεί έναν παράγοντα περιορισμού για ευρύτερες εφαρμογές προϊόντων και υπηρεσιών που θα επιτυγχάνουν αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων.
Η αναθεωρημένη έκδοση της EPBD απαιτεί και από τα κράτη – μέλη να θεσπίσουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα αφορούν τα τεχνικά συστήματα των υπαρχόντων κτιρίων. Αυτό είναι κάτι νέο. Γιατί εστιάζεται σε αυτό το σημείο στα υπάρχοντα κτίρια;
Σύμφωνα με την Οδηγία, ως τεχνικό σύστημα δόμησης νοείται ο τεχνολογικός εξοπλισμός που απαιτείται για θέρμανση, ψύξη, αερισμό, παραγωγή ζεστού νερού χρήσης, φωτισμό ή συνδυασμό αυτών. Τα κράτη – μέλη θα υποχρεωθούν να θεσπίσουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις ενεργειακής συμπεριφοράς για τα τεχνικά συστήματα που εγκαθίστανται στα υφιστάμενα κτίρια. Γιατί υπάρχει αυτή η εστίαση στα υφιστάμενα κτίρια; Σε τέτοια κτίρια, οι αντικαταστάσεις επιμέρους εξοπλισμών και στοιχείων, συστημάτων και προϊόντων συναντώνται πολύ πιο συχνά σε σχέση μια καθολική ανακαίνιση. Γι’ αυτό, η θέσπιση ελάχιστων ενεργειακών απαιτήσεων για συστήματα θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στην ανανέωση σημαντικού αριθμού κτιρίων καθιστώντας ενεργειακά πιο αποδοτικό ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος. Επιπλέον, όταν ένα δομικό στοιχείο αντικαθίσταται ή μετασκευάζεται και έχει μεγάλη επίδραση στην ενεργειακή συμπεριφορά του κτιρίου, τα κράτη – μέλη πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής αποδοτικότητας που έχουν θεσπιστεί.
Ποια συστήματα είναι τα πιο σημαντικά για την αρχή; Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα σε σχέση με το πώς οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να θεσπιστούν;
Θα ήταν προφανώς λογικό να αξιολογήσουμε τα διάφορα τεχνικά συστήματα λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό μερίδιό τους στη συνολική ενεργειακή κατανάλωση του κτιρίου. Εκτός από τα προφανώς πιο ενεργοβόρα συστήματα όπως είναι αυτά της θέρμανσης, αερισμού και κλιματισμού (HVAC) και της παραγωγής ζεστού νερού, για τα κτίρια γραφείων σημαντική παράμετρο αποτελούν τα συστήματα φωτισμού, καθώς αντιστοιχούν σε μερίδιο περίπου 20% επί της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, ποσοστό διπλάσιο από το αντίστοιχο των κτιρίων κατοικίας, που υπολογίζεται σε περίπου 10%3. Η διαστασιολόγηση των τεχνικών συστημάτων δόμησης και η επιλογή των κατάλληλων προϊόντων μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην απόδοσή τους. Ο καθορισμός των προϋποθέσεων ενεργειακής απόδοσης για τα συστήματα αυτά πρέπει να περιλαμβάνει συμπληρωματικά και μεθόδους δοκιμής και υπολογισμού καθώς και κλίμακα κατάταξης της ενεργειακής αποδοτικότητας που προσδιορίζονται σε άλλες κοινοτικές οδηγίες, όπως είναι η οδηγία οικολογικού σχεδιασμού 2009/125/EC και η οδηγία σήμανσης 2010/30/EU.
Έχετε εικόνα από τα κράτη – μέλη ποια ήταν τα πιο αποτελεσματικά κίνητρα που δόθηκαν;
Το οικονομικό κίνητρο, που δεν είναι βέβαια το μόνο που απαιτείται, αλλά αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά, φαίνεται πως έχει πολύ θετικά αποτελέσματα, εφόσον υπάρχει ένα εθνικό ταμείο που διοχετεύει τα χρήματα από τις διάφορες πηγές που παρέχουν οικονομική ενίσχυση για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων σε εθνικό επίπεδο. Τέτοια ταμεία τείνουν να δημιουργήσουν μια ισχυρή ώθηση στην ιδιωτική και τη δημόσια χρηματοδότηση τέτοιων επενδύσεων, παρέχοντας προνομιακά δάνεια ή/και επιχορηγήσεις.
Μια ανάλογη πρωτοβουλία από την τράπεζα KfW της Γερμανίας συνέβαλε τα μέγιστα στην ανακαίνιση 812.000 σπιτιών κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών ετών, εξοικονομώντας 2,4 εκατομμύρια τόνους CO2/έτος και βοηθώντας στη δημιουργία ή τη διατήρηση περίπου 202.000 θέσεων εργασίες κάθε έτος. Ωστόσο, δεν μπορούν μόνο τα μεγάλα κράτη – μέλη, με μεγάλες οικονομίες να οργανώσουν τέτοια επενδυτικά σχήματα, αλλά και μικρότερα, όπως για παράδειγμα η Εσθονία, πριν από λίγα χρόνια.
Κάποια κράτη – μέλη επίσης έχουν τη δυνατότητα να θεσπίσουν και πρόστιμα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα. Τα πρόστιμα αυτά έχουν φέρει κάποιο αποτέλεσμα;
Πράγματι, κάποια κράτη – μέλη έχουν θεσπίσει κάποια πρόστιμα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, όπως π.χ. το Βέλγιο, και ειδικότερα στην περιοχή της Φλάνδρας.
Στη Γερμανία τα πρόστιμα φτάνουν έως και τις 15.000 ευρώ εάν τα πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης έχουν εκδοθεί από άτομα που δε διαθέτουν την προβλεπόμενη πιστοποίηση. Πάντως, η οδηγία προβλέπει ότι τα ίδια τα κράτη – μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν δικούς τους κανόνες και δικά τους συστήματα ελέγχου τήρησης των απαιτήσεων για ενεργειακή εξοικονόμηση στον κτιριακό τομέα.