Μια νέα ιστορική συμφωνία για την προστασία των ωκεανών, υπεγράφη από εκπροσώπους 193 χωρών, η οποία στοχεύει να θέσει σε καθεστώς προστασίας το 30% των διεθνών υδάτων ως το 2030, ώστε να προστατευτεί η θαλάσσια βιοποικιλότητα και να μπορέσει να ανακάμψει.
Ειδικότερα, οι εκπρόσωποι των χωρών, σε μια μαραθώνια συνεδρία 38 ωρών στο αποκορύφωμα διαπραγματεύσεων μιας δεκαετίας, υπέγραψαν, στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, μια ιστορική συμφωνία για την προστασία των ωκεανών, τη Συνθήκη για τα Διεθνή Ύδατα (High Seas Treaty).
Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, τα δύο τρίτα των ωκεανών του πλανήτη, τα επονομαζόμενα «διεθνή ύδατα» (high seas), βρίσκονται εκτός εθνικών ορίων, συχνά σε τεράστιες αποστάσεις από την πλησιέστερη ακτή. Τα διεθνή ύδατα ορίστηκαν το 1982, με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, όμως δεν διέπονται από κάποιο συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο διακυβέρνησης, παρά μόνο αποσπασματικούς κανονισμούς.
Η τεράστια αυτή έκταση παράγει σχεδόν το 50% του οξυγόνου που αναπνέουμε, φιλοξενεί το 95% της παγκόσμιας βιοποικιλότητας, άγνωστης ακόμη σε μεγάλο ποσοστό, και είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια αποθήκη διοξειδίου του άνθρακα, ενώ τουλάχιστον το 10% από τα γνωστά θαλάσσια είδη απειλείται με εξαφάνιση. Εν τούτοις, μόλις το 1,2% προστατεύεται και οι χώρες τη χρησιμοποιούν για ναυσιπλοΐα, αλιεία, εξορύξεις και έρευνα, στην ουσία χωρίς έλεγχο.
Η νέα Συνθήκη στοχεύει να θέσει σε καθεστώς προστασίας το 30% των διεθνών υδάτων ως το 2030, ώστε να προστατευτεί η θαλάσσια βιοποικιλότητα και να μπορέσει να ανακάμψει. Στις προστατευόμενες ζώνες που θα δημιουργηθούν, θα οριστούν συγκεκριμένοι δίαυλοι ναυσιπλοΐας, καθώς και όρια στις απολήψεις αλιευμάτων και στις δυνατότητες εξορύξεων, ιδιαίτερα σε μεγάλα βάθη, πέρα από τα 200 μέτρα (deep sea mining).
Οι διαβουλεύσεις του τελευταίου γύρου, που ξεκίνησαν στις 20 Φεβρουαρίου, κινδύνευσαν με αποτυχία λόγω αντικρουόμενων οικονομικών συμφερόντων, ιδιαίτερα στον τομέα της αλιείας, αλλά και λόγω των απαιτήσεων των αναπτυσσόμενων χωρών για μεγαλύτερο μερίδιο από την «γαλάζια οικονομία».
Κεντρικό σημείο τριβής μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών ήταν ο δίκαιος επιμερισμός των κερδών από την αξιοποίηση των θαλάσσιων γενετικών πόρων, δηλαδή του γενετικού υλικού των θαλάσσιων οργανισμών στα μεγάλα βάθη (σπόγγοι, φύκη, βακτήρια κ.ά.) που προσελκύει μεγάλο εμπορικό ενδιαφέρον λόγω των πιθανών χρήσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της διατροφής και στη φαρμακευτική βιομηχανία. Άλλα σημεία διαφωνίας ήταν η μεθοδολογία μελέτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των διαφόρων δραστηριοτήτων και η διαδικασία καθορισμού και οριοθέτησης των προστατευόμενων περιοχών.
Σημαντικό ρόλο για την επίτευξη συμφωνίας έπαιξε ο λεγόμενος «Συνασπισμός Υψηλών Προσδοκιών» (High Ambition Coalition), μιας ομάδας χωρών που περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κίνα. Μάλιστα, η ΕΕ υποσχέθηκε ποσό 40 εκ. ευρώ για την γρήγορη επικύρωση της Συνθήκης και τα πρώτα στάδια εφαρμογής της.
Η Συνθήκη θεωρείται καθοριστική για να επιτευχθεί ο στόχος «30 μέχρι το 30» που συμφωνήθηκε στο Μόντρεαλ τον Δεκέμβριο του 2022, δηλαδή το να τεθεί υπό καθεστώς προστασίας το 30% των εδαφών και των θαλασσών του πλανήτη μέχρι το 2030.
Το πρώτο, μεγάλο βήμα έγινε, δεν υπάρχουν όμως περιθώρια εφησυχασμού, καθώς το περιθώριο ως το 2030 δεν είναι μεγάλο, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι θα πρέπει κάθε χρόνο να τίθενται σε καθεστώς προστασίας 11 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα ωκεανού. Τα κράτη πρέπει να υιοθετήσουν επίσημα τη συνθήκη και να την επικυρώσουν το συντομότερο δυνατό προκειμένου να τεθεί άμεσα σε ισχύ.
Πηγή: naftemporiki.gr